- φιλευώδης
- φῐλευ-ώδης, ες,A loving sweet smells, Tz.H.5.399.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλευώδης — ῶδες, Μ αυτός που τού αρέσουν οι ευωδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐώδης «εύοσμος, ευωδιαστός»] … Dictionary of Greek